- ιωνιστί
- (Α ἰωνιστί) [ιωνίζω]στην ιωνική διάλεκτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰωνιστί — in Ionic dialect indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιωνικός — (4ος αι. μ.Χ.).Γιατρός από τις Σάρδεις. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα και ασχολήθηκε με την ανατομία, τη φαρμακευτική, τη χειρουργική, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την ποίηση. * * * ή, ὁ (Α ἰωνικός, ή, όν) [Ίωνες] 1.… … Dictionary of Greek